- σελάχια
- σελάχιονneut nom/voc/acc plσελάχιοςcartilaginousneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σελαχίας — σελαχίᾱς , σελάχιος cartilaginous fem acc pl σελαχίᾱς , σελάχιος cartilaginous fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάχι' — σελάχια , σελάχιον neut nom/voc/acc pl σελάχια , σελάχιος cartilaginous neut nom/voc/acc pl σελάχιε , σελάχιος cartilaginous masc voc sg σελάχιαι , σελάχιος cartilaginous fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
ράγια — (I) η, Ν ζωολ. γένος υποτρηματικών χονδριχθύων, ευρύτερα γνωστών ως σελάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. raia «σελάχι»]. (II) η, Ν τεχνολ. βλ. ράγα (ΙΙI) … Dictionary of Greek
σελάχιος — α, ο / σελάχιος, ία, ον, ΝΑ [σέλαχος (ΙΙ)] νεοελλ. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι σελάχιοι ζωολ. υφομοταξία ή ομοταξία χονδροϊχθύων που, σε αντιδιαστολή με τους ολοκέφαλους, φέρουν 5 7 ζεύγη ορατών εξωτερικά βραγχιακών σχισμών διατεταγμένων… … Dictionary of Greek
υποτρηματικοί — οι, Ν ζωολ. τάξη σελάχιων χονδροϊχθύων, που περιλαμβάνει τα σελάχια και τις μουδιάστρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypotremata < υπ(ο) * + τρήμα, ατος «τρύπα»] … Dictionary of Greek
δασυατίδες — Οικογένεια χονδριχθύων της τάξης των βατιδοειδών (σελάχια). Το σώμα τους είναι συμπιεσμένο από πάνω προς τα κάτω και σχηματίζει μεγάλο δίσκο (περ. 2,5 μ.), με σχήμα ρόμβου. Τα θωρακικά πτερύγια ενώνονται μπροστά και η λεπτή επιμήκης ουρά τους… … Dictionary of Greek